Η ίδια μελαγχολία της Κυριακής.
«Δε θα δακρύσω πια για σένα» στη διαπασών. Έτσι χωρίς λόγο χωρίς αποδέκτη.
Όπως το γέλιο και η χαρά, χωρίς λόγο και αποδέκτη . Μετέωρες στιγμές μεταξύ του τώρα του πριν και του πουθενά.
Συνεχίζει το ψέμα ,η αλληγορία το παράδοξο.
Τελειώνουν τα σίγουρα ,τα κεκτημένα τα αδιαμφισβήτητα.
Πέρασα δίπλα της ,σχεδόν την ακούμπησα αλλά δε την εκτίμησα κι αυτή με εκδικήθηκε, με χτύπησε ή μήπως με χάιδεψε ειρωνικά ,προειδοποιητικά ;
Απορία και μόνο απορία από εδώ και πέρα και φόβος.
Μη χτυπήσει το τηλέφωνο, να αντέξει ,να το ξεπεράσει.
Κάνεις δε καταλαβαίνει ,δεν πρέπει, δε θέλω.
Η νύχτα και η μέρα ρέουν σε ρυθμό δικό μου για μένα και μόνο.
Πρόσωπα παντού, λόγια, πράξεις, αλήθειες, κούφιες λέξεις χωρίς νόημα.
Τα μάτια και η καρδιά τους μου κάνουν παρέα ,δε με αφήνουν μόνο μου.
Κόβουν το γόρδιο δεσμό και κρατούν το μύθο ζωντανό, κι εμένα και τον εαυτό τους. Υπάρχουν κι αυτό είναι αρκετό.
Θέατρο είναι η ζωή κι ακροβατούμε πάνω στο σανίδι μέχρι να πέσει η αυλαία. Θα ακούσουμε το χειροκρότημα ή θα χαθούμε στο παρασκήνιο νωρίς, άδοξα, άδικα; Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να μάθουμε, να παίξουμε το ρόλο μας από την αρχή μέχρι το τέλος ,με όλες μας τις δυνάμεις, με όσα μάθαμε και με αυτά που μαθαίνουμε στη πορεία, να αυτοσχεδιάσουμε ,να χαμογελάσουμε πονηρά στο κοινό ,να γίνουμε ένα μαζί του, να το ξεγελάσουμε.
Καλή παράσταση να έχουμε.
Πράξη δεύτερη: …